ατάκα, η, ουσ. [<ιταλ. attaca], η ατάκα. 1. η ετοιμολογία: «αυτό το παιδί έχει μια ατάκα, που σ’ αφήνει έκπληκτο!». 2. (στη γλώσσα του θεάτρου) στα διαλογικά μέρη του έργου, η άμεση απόκριση: «μόλις σηκώσει το ποτήρι, τον κόβεις και λες αμέσως τη δική σου ατάκα». 3. σε θέση επίρρ., γρήγορα, αμέσως, στο άψε σβήσε: «μόλις τον ειδοποίησαν, έφυγε ατάκα». (Λαϊκό τραγούδι: μες την Εθνοσυνέλευση διαταγή θα δίνω και όλα τα προβλήματα ατάκα θα τα λύνω
- ατάκα κι επιτόπου, δηλώνει άμεση ενέργεια, εδώ και τώρα: «άμα σπατσάρω τη δουλειά, γουστάρω να πέσουν τα όβολα ατάκα κι επιτόπου», δηλ. μόλις τελειώσω τη δουλειά, θέλω να πληρωθώ αμέσως, την ίδια στιγμή. (Λαϊκό τραγούδι: του τα ’πα, του τα ’πα, του τα ’πα του ανθρώπου,ατάκα,ατάκα, ατάκα κι επιτόπου
- έχω ατάκα, είμαι ετοιμόλογος: «μόλις του πει κάποιος κάτι, του απαντάει αμέσως, γιατί έχει ατάκα»·
- ξηγιέμαι ατάκα ή ξηγιέμαι στο ατάκα, αντιδρώ αμέσως, χωρίς χρονοτριβή: «μην τον κολλήσεις, γιατί ξηγιέται ατάκα || μόλις του ζήτησα δανεικά, μου ξηγήθηκε στο ατάκα»·
- στο ατάκα, αμέσως, χωρίς χρονοτριβή: «μόλις του ζήτησα να ’ρθει στο γραφείο μου, ήρθε στο ατάκα».